- εὔαγλις
- εὔαγλις, ἡ,A consisting of many or fine cloves ([etym.] ἄγλιθες), of a head of garlic, Nic.Al.432 (cod. opt., melius εὐάγλις).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύαγλις — εὔαγλις, ἡ (Α) (για το κεφάλι τού σκόρδου) αυτός που έχει πολλές ή ωραίες άγλιθες, σκελίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγλις «κεφάλι σκόρδου»] … Dictionary of Greek